αμπόδιστος

αμπόδιστος
-η, -ο
ανεμπόδιστος, ελεύθερος: Ο γάμος τους ήταν τώρα πια αμπόδιστος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αμπόδιστος — η, ο [μποδίζω] ο ανεμπόδιστος* …   Dictionary of Greek

  • ανεμπόδιστος — η, ο (Α ἀνεμπόδιστος, ον) μη εμποδιζόμενος, αμπόδιστος, ακώλυτος αρχ. εκείνος που δεν δημιουργεί κανένα εμπόδιο, που δεν εμποδίζει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”